Συστάσεις για τη χρήση διατροφικών διαιτητικών ινών για τη βελτίωση του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης
Recommendations for the Use of Dietary Fiber to Improve Blood Pressure Control
Γράφει η Χριστίνα Φιλίππου
Οι φυτικές (ή διαιτητικές) ίνες είναι οι υδατάνθρακες που δεν πέπτονται και άρα, δεν απορροφώνται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Αρχικά, οι φυτικές ίνες είχαν οριστεί ως τα συστατικά των κυτταρικών τοιχωμάτων των φυτών, τα οποία δεν μπορούν να διασπαστούν στον ανθρώπινο οργανισμό, με συνέπεια να εισέρχονται ακέραια στο παχύ έντερο. Αργότερα, έγινε επέκταση του ορισμού, προκειμένου να συμπεριληφθούν όλα τα εδώδιμα τμήματα των φυτών που διαφεύγουν της πέψης. Έτσι, στις φυτικές ίνες κατατάσσονται οι άπεπτοι υδατάνθρακες μακράς αλύσου (δηλαδή, οι μη αμυλώδεις πολυσακχαρίτες, το ανθεκτικό άμυλο και η λιγνίνη) και οι άπεπτοι υδατάνθρακες βραχείας αλύσου (δηλαδή, οι ολιγοσακχαρίτες και η ινουλίνη).
Παρά την ετερογένεια που εμφανίζουν οι ουσίες που ανήκουν στην κατηγορία των φυτικών ινών, λόγω της διαφορετικής χημικής τους σύστασης και των διαφορετικών φυσικών ιδιοτήτων τους, έχει διαπιστωθεί ότι ασκούν ποικίλες φυσιολογικές και μεταβολικές επιδράσεις, που είναι ωφέλιμες για την υγεία του ανθρώπου. Η συγκεκριμένη ανασκόπηση εστιάζει στα στοιχεία που υποστηρίζουν την κατανάλωση φυτικών ινών για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων, περιγράφοντας, παράλληλα, τους εμπλεκόμενους μηχανισμούς.
Όσον αφορά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, όπως αναφέρουν και οι συγγραφείς, υπάρχουν δεδομένα υψηλής ποιότητας από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες. Οι μετα-αναλύσεις αυτών δείχνουν ότι η αύξηση της κατανάλωσης φυτικών ινών σε ενήλικες με υπέρταση μειώνει τη συστολική κατά 4,3 mmHg και τη διαστολική αρτηριακή πίεση κατά 3,1 mmHg, ανεξάρτητα από τη λήψη αντιυπερτασικής φαρμακευτικής αγωγής. Ειδικότερα, για κάθε αύξηση της τάξης των 5g στην ημερήσια πρόσληψη φυτικών ινών, η συστολική αρτηριακή πίεση μειώνεται κατά 2,8 mmHg και η διαστολική κατά 2,1 mmHg. Ωστόσο, να σημειωθεί ότι στις υπάρχουσες κλινικές μελέτες χορηγήθηκαν διαφορετικοί τύποι φυτικών ινών, σε διαφορετικές ποσότητες-δοσολογίες και με διαφορετικούς μεθόδους, είτε μέσω της διατροφής, είτε μέσω διατροφικών συμπληρωμάτων, με αποτέλεσμα τα υπάρχοντα δεδομένα να χαρακτηρίζονται από υψηλή ετερογένεια.
Αναφορικά με την επίδραση των φυτικών ινών στα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι υπάρχουν δεδομένα μέτριας ποιότητας, μόνο από μελέτες παρατήρησης, οι μετα-αναλύσεις των οποίων δείχνουν ότι όταν συγκρίθηκε η υψηλότερη έναντι της χαμηλότερης πρόσληψης συνολικών φυτικών ινών, παρατηρήθηκε μειωμένος κίνδυνος ολικής θνησιμότητας (κατά 15%), καρδιαγγειακής θνησιμότητας (κατά 31%), καθώς και μειωμένος κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου (κατά 24%) και εγκεφαλικού επεισοδίου (κατά 22%). Η δοσο-εξαρτώμενη σχέση μεταξύ των συνολικών φυτικών ινών και των μελετούμενων κλινικών εκβάσεων έδειξε ότι για κάθε αύξηση της τάξης των 8g στην ημερήσια κατανάλωση φυτικών ινών, μειώνεται κατά 7% ο κίνδυνος ολικής θνησιμότητας και κατά 19% ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Οι προστατευτικές επιδράσεις των φυτικών ινών στο καρδιαγγειακό σύστημα επέρχονται λόγω ορισμένων ιδιοτήτων τους, οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τύπο των φυτικών ινών. Ειδικότερα, οι διαλυτές στο νερό φυτικές ίνες έχουν την ικανότητα της κατακράτησης νερού και της δημιουργίας ιξώδους, με αποτέλεσμα η κατανάλωσή τους να σχετίζεται με την αύξηση του αισθήματος του κορεσμού και κατ’ επέκταση με τη μείωση του σωματικού βάρους. Επίσης, η κατανάλωση διαλυτών φυτικών ινών σχετίζεται με τη μειωμένη μεταγευματική συγκέντρωση στο αίμα της γλυκόζης και των λιπών και κατ’ επέκταση με τη μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη. Επιπλέον, η ζύμωση που υφίστανται οι διαλυτές φυτικές ίνες από τα βακτήρια του παχέος εντέρου έχει ως αποτέλεσμα τη παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου, τα οποία ασκούν αντιφλεγμονώδη δράση και έχει βρεθεί ότι σχετίζονται με τη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Τέλος, οι διαλυτές φυτικές ίνες έχουν την ικανότητα να προσροφούν θρεπτικά συστατικά στον γαστρεντερικό σωλήνα, όπως τα λιπαρά οξέα της τροφής, τη διαιτητική χοληστερόλη και τα χολικά οξέα, με συνέπεια της μείωσης της χοληστερόλης στον ορό.
Δεδομένου ότι οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής αποτελούν την «πρώτη γραμμή» θεραπείας για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και ότι η υιοθέτηση μιας υγιεινής και ισορροπημένης δίαιτας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συστάσεις, οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η θέσπιση συγκεκριμένου στόχου σχετικά με την πρόσληψη των φυτικών ινών χρειάζεται να συμπεριληφθεί στις μελλοντικές κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση της υπέρτασης. Η μη επαρκής πρόσληψη φυτικών ινών στο πλαίσιο μιας δίαιτας «Δυτικού τύπου» επιφέρει δυσμενείς επιδράσεις στον κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα. Αντίθετα, η επαρκής πρόσληψη φυτικών ινών, που σύμφωνα με τους συγγραφείς στα άτομα με υπέρταση ανέρχεται στα 28 g/ημέρα για τις γυναίκες και στα 38 g/ημέρα για τους άνδρες, υποστηρίζει μια υγιή εντερική μικροχλωρίδα που συνδέεται με τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, καθώς και με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Πράγματι, όπως έχει αποδειχθεί και από μελέτη που διεξήχθη από την ερευνητική μας ομάδα, η κατανάλωση μιας δίαιτας πλούσιας σε φυτικές ίνες, που παρέχει τουλάχιστον 30g συνολικών φυτικών ινών ημερησίως, όπως είναι η Μεσογειακή δίαιτα και η δίαιτα DASH, μειώνουν σε χρονικό διάστημα 3 μηνών τα επίπεδα της συστολικής αρτηριακής πίεσης ιατρείου κατά ~10 mmHg κατά και της διαστολικής κατά ~5 mmHg.
Βιβλιογραφία
- Recommendations for the Use of Dietary Fiber to Improve Blood Pressure Control. Hypertension. 2024;81:1450–1459